- σποραδικοῦ
- σποραδικόςscatteredmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σποραδικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σποραδικού, ιδίως ως προς τον χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποραδικός. Η λ., στον λόγιο τ. σποραδικότης, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek